κεκραανται

κεκραανται
    κεκράανται
    (ρᾱ) эп. 3 л. pl. pf. pass. к κραίνω См. κραινω

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "κεκραανται" в других словарях:

  • κεκράανται — κραίνω ṇ y perf ind mp 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χείλος — ους, το / χεῖλος, είλους και είλεος, ΝΜΑ, και δωρ. τ. χῆλος και αιολ. τ. χέλλος Α 1. καθεμία από τις δύο σαρκώδεις πτυχές τού δέρματος που αποτελούν το περίγραμμα τής στοματικής σχισμής, το χείλι και αχείλι 2. μτφ. (για πράγμ.) το ακραίο τμήμα… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»